-
1 τελευταια
I.ἡ (sc. ἡμέρα) последний день Soph. etc.II.τά adv. в конце, в (за) последнее время, в последний раз Thuc.ὅτε τὰ τ. ἔλεγεν Plat. — когда он произнес свою последнюю речь
-
2 τελευταία
επίρρ.1) недавно; 2) за последнее время; в последнее время; 3) в конце концов -
3 τελευταία
[тэлэфтэа] επίρ недавно. -
4 τελευταιος
31) конечный, последний, крайнийοἱ τελευταῖοι κύκλοι Her. — крайние (т.е. внутренние) из кольцевых стен;
ἥ τελευταία ἡμέρα Soph., Dem. — последний день;ὅ τ. βίος Soph. — конец жизни2) задний(πόδες Arst.)
οἱ πρῶτοι καὴ οἱ τελευταῖοι Xen. — передние и задние ряды (войска)3) перен. крайний, предельный(ὕβρις Soph.). - см. тж. τελευταία, τελευταῖα и τελευταῖον
-
5 τελευταίος
αία, ο[ν] последний (в разн. знач);τελευταίες ειδήσεις — последние известия;
τελευταίος μαθητής — последний ученик;
τελευταίο ακκόρντο — финальный аккорд;
με τελευταία μόδα — по последней моде;
γιά τελευταία φορά — в последний раз
-
6 παρατεινω
(fut. παρατενῶ, aor. παρέτεινα, pf. παρατέτᾰκα)1) растягивать, распростирать(ἱμάτιον Plut.; χεῖρας Diod.)
; med.-pass. тянуться, простираться τῇ τῆς Ἀραβίης οὖρος παρατέταται Her.; παρετέτατο ἥ τάφρος (μέχρι τοῦ Μηδίας τείχους Xen.)2) распространять, расширять, продолжать(τοὺς λόγους Arst.; τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου NT.)
ἐπὴ πλεῖον π. τέν διάσκεψιν Luc. — продолжать рассмотрение3) мат. (о геом. фигуре) развертывать, строить на данной прямой линии Plat.4) ( об эхо) растягивать, удлинять(τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς Luc.)
5) протяжно произносить, растягивать(ὀνόματα Luc.)
6) затягивать, откладывать, задерживать7) валить с ног, терзать, мучить(παρατείνεσθαι λιμῷ Plat.)
παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθείς Xen. — я совершенно измучен долгим переходом;γελῶντε ὀλίγου παρετάθησαν Plat. — оба они чуть не умерли со смеху;πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον Thuc. — выдерживать осаду до конца8) тянуться, простираться(πρὸς τέν ἑσπέρην Her.)
π. τὸν λιμένα Thuc. — тянуться вдоль порта, т.е. быть расположенным у входа в порт (см. тж. 1) -
7 προπτωσις
- εως ἥ стечение (обстоятельств)ἡ πρώτη π. (τοῦ φθόγγου) καὴ ἥ τελευταία Sext. — произнесение звука в начальном и в конечном положении
-
8 προθεσμία
η срок;η τελευταία προθεσμία — крайний срок;
καταθέσεις επί προθεσμία — срочные вклады;
φτάνει (λήγει) η προθεσμία — наступает (истекает) срок;
πρίν την προθεσμία — или πρίν λήξει η προθεσμία — досрочно;
προ της προθεσμίας — досрочный;
στην προθεσμία — в срок, к сроку
-
9 σταγόνα
[-ων (-όνος)] η1) капли;κατά σταγόνας — по капле;
σταγόνα σταγόνα капля за каплей;
σταγόνες βροχής — капли дождя;
2) πλ. архит. гутты;§ δεν έμεινε ούτε σταγόνα — не осталось ни капли;
ως ( — или μέχρι) την τελευταία σταγόνα τού αίματος μου — до последней капли крови;
καί σταγόνα τρώει την πέτρα — и капля камень долбит
-
10 στοιχείον
τό1) в разя. знач элемент;απαραίτητο στοιχείον — необходимый элемент; — предпосылка;
συστατικό στοιχείον — компонент;
στοιχείον επιτυχίας (προόδου) — элемент, фактор успеха (прогресса);
προοδευτικά στοιχεία — прогрессивные элементы;
εχθρικά στοιχεία — враждебные элементы;
2) (чаще πλ.) элементы, начала, основы;στοιχεία μαρξισμού-λενινισμού (μαθηματικών) — основы марксизма-ленинизма (математики);
3) (чаще πλ.) данные;σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία — по последним данным;
στοιχεία βολής — данные для стрельбы;
4) прям., перен. филос, стихия;τα στοιχεία της φύσης — силы природы;
είμαι ( — или βρίσκομαι) στο στοιχείον μου — быть в своей стихии;
5) полигр, буква, литера; шрифт;κυρτό στοιχείον — курсивный шрифт;
τυπογραφικά στοιχεία — типографские литеры;
6) воен, расчёт (орудийный и т. п.); подразделение, часть;στοιχείον πεζικού. — пехотное подразделение
-
11 συμμαζεύω
μετ.1) собирать; подбирать (тж. волосы); 2) наводить порядок; убирать; 3) ушивать, укорачивать (одежду); 4) подстригать, укорачивать (волосы); 5) обуздывать, сдерживать; образумливать, вразумлять;δεν συμμαζεύεις το γυιό σου απ' τούς δρόμους — ты распустил своего сына;
δεν μπορούσε να τον συμμαζέψει — он не мог его обуздать;
6) налаживать (работу, дело);7) перен. подобрать, приютить (кого-л.);1) — сдерживаться;συμμαζεύομαι
2) образумливаться;τώρα τελευταία συμμαζεύτηκε — он в последнее время образумился;
§ καί δεν συμμαζεύεται ирон. — и понёс, и понёс...
См. также в других словарях:
τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖᾳ — τελευταῖαι , τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταία — τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc/acc dual τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίᾳ — τελευταί̱ᾱͅ , τελευταῖος last fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖ' — τελευταῖα , τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl τελευταῖε , τελευταῖος last masc voc sg τελευταῖαι , τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek